ῥεμβώδεις

ῥεμβώδεις
ῥεμβώδης
roving
masc/fem acc pl
ῥεμβώδης
roving
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θεόφιλος — I (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Μέσης κωμωδίας. Διασώθηκαν οι τίτλοι οκτώ κωμωδιών του: Ιατρός, Παγκράτεια, Βοιωτία, Νεοπτόλεμος, Επιδαύριος, Προιτίδες, Απόδημος και Φίλαυλος. Ο προτελευταίος και τελευταίος τίτλος αναφέρονται, αντίστοιχα, στα… …   Dictionary of Greek

  • ρεμβώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που κλίνει στη ρέμβη, ο ονειροπόλος: Οι ρομαντικοί ποιητές είναι πάντα ρεμβώδεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”